Γνωμικολογικον

Αποφθέγματα, Γνωμικά, Αφορισμοί, Ρητά, Παροιμίες
 
 
 

Εκκλησιαστικά ρητά


ΙΣΧΡ

Αποσπάσματα και ρητά από την Αγία Γραφή κυρίως

1.  Παλαιά Διαθήκη

Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί.

—  

Μία δε πάντων είσοδος εις τον βίον, έξοδός τε ίση.

—   Σοφία Σολομώντος Ζ’ 5

Χρήματα αδίκων, ως ποταμός ξηρανθήσονται, και ως βροντή μεγάλη εν υετώ εξηχήσει.

—  (Σοφία Σειράχ Μ’)

Επί κοίτην μου εν νυξίν
εζήτησα όν ηγάπησεν η ψυχή μου·
εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν,
εκάλεσα αυτόν και ουχ υπήκουσέ μου.

—  Άσμα Ασμάτων

Μη καυχάσθε και μη λαλείτε υψηλά εις υπεροχήν, μηδέ εξελθέτω μεγαλορρημοσύνη εκ του στόματος υμών.

—  Α’ Βασιλειών β’3

Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην.

—  Γένεσις Α’ 1

Γενηθήτω Φως!

—  Γένεσις Α’ 3

Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε· και ιδού, ήσαν καλά λίαν.

—  Γένεσις Α’ 31

Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον.

—  Γένεσις Β’ 18

Και ήσαν οι δύο γυμνοί, ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο.

—  Γένεσις Β’ 18

Σαρξ εκ της σαρκός μου.

—  Γένεσις Β’ 23

Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον, ον έπλασε.

—  Γένεσις Β’ 8

Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.

—  Γένεσις Γ’ 13

Η μεν φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες Ησαύ.

—  Γένεσις ΚΖ΄

Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.

—  Εκκλησιαστής Α’ 9

Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.

—  Εκκλησιαστής Α’ 2

Καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν, καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι πεφυτευμένον.

—  Εκκλησιαστής Β’ 2

Τοις πάσι χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.

—  Εκκλησιαστής Γ’ 1

Ώσπερ φωνή ακανθών υπό λέβητα, ούτως ο γέλως των αφρόνων.

—  Εκκλησιαστής Ζ’ 7

Εγώ ειμί ο Ων.

—  Έξοδος Γ’ 14

Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός.

—  Έξοδος ΚΑ’ 24

Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.

—  Έξοδος Κ’ 12

...ώστε φαγείν κρέατα και πιείν οίνον λέγοντες· φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.

—  Ησαΐας ΚΒ’ 13

Τις εμέτρησε τη χειρί το ύδωρ και τον ουρανόν σπιθαμή και πάσαν την γην δρακί;

—  Ησαΐας Μ:12

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

—  Ησαΐας Μ’ 3

Έστω πάς άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, και βραδύς εις το λαλήσαι.

—  Ιακώβ Α’

Πλούτος αδίκως συναγόμενος εξεμεθήσεται.

—  Ιώβ, Κ’ 15

Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων.

—  Κριτές [Σαμψών] ΙΣΤ’ 30

Άνθρωπος ος αν μοιχεύσηται γυναίκα ανδρός, ή ος αν μοιχεύσηται γυναίκα του πλησίον, θανάτω θανατούσθωσαν, ο μοιχεύων και η μοιχευομένη.

—  Λευιτικόν Κ’ 10

Ο γαρ λογισμός των μεν αρετών εστιν ηγεμών, των δε παθών αυτοκράτωρ.

—  Μακκαβαίοι (Δ’) Α’ 30

Προ συντριβής ηγείται ύβρις, προ δε της πτώσεως υπερηφάνεια.

—  Παροιμίαι ΙΣΤ’ 18

Κρείσσον οικείν εν ερήμω, ή μετά γυναικός μαχίμου και γλωσσώδους και οργίλου.

—  Παροιμίαι ΚΑ’

Καλήτερον να κατοική τις εν γη ερήμω, παρά μετά γυναικός φιλέριδος και θυμώδους.

—  Παροιμίαι ΚΑ’ .9

Όστις καταθλίβει τον πτωχόν διά να αυξήση τα πλούτη αυτού, και όστις δίδει εις τον πλούσιον, θέλει ελθεί βεβαίως εις ένδειαν.

—  Παροιμίαι ΚΒ’ 16

Μη μετακίνει όρια αρχαία, τα οποία έθεσαν οι πατέρες σου.

—  Παροιμίαι ΚΒ’ 28

Εάν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν.

—  Παροιμίαι ΚΕ’ 21

Μη καυχώ τα εις αύριον, ου γαρ γιγνώσκεις τι τέξεται η επιούσα.

—  Παροιμίαι ΚΖ’ 1

Βασιλέως υπακούοντος λόγον άδικον, πάντες οι υπ’ αυτόν παράνομοι.

—  Παροιμίαι ΚΘ’ 12

Έστιν αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και ἐστιν αισχύνη δόξα και χάρις.

—  Παροιμίαι ΚΣΤ’ 11

Αργύριον διδόμενον μετά δόλου, ώσπερ όστρακον ηγητέον.

—  Παροιμίαι ΚΣΤ’ 26

Όστις σκάπτει λάκκον θέλει πέσει εις αυτόν και ο λίθος θέλει επιστρέψει εις τον κυλίοντα αυτόν.

—  Παροιμίαι ΚΣΤ’ 27

Μη αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνην αυτού ίνα μη όμοιος γένῃ αυτώ.

—  Παροιμίαι ΚΣΤ’ 4

Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία· μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς.

—  Παροιμίαι στ’

Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου.

—  Παροιμοίαι Ε’ 3

Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν.

—  Παροιμοίαι ΙΘ’ 17

Οδός δικαιοσύνης και ελεημοσύνης ευρήσει ζωήν και δόξαν.

—  Παροιμοίαι ΚΑ’

Οδός κακού και πους παρανόμου ολείται εν ημέρα κακή.

—  Παροιμοίαι ΚΕ’ 16

Εν περιβολή ιματίων μη καυχήσεις και εν ημέρα δόξης μη επαίρου.

—  Σοφία Σειράχ ΙΑ’ 4

Γλωσσώδει ανθρώπῳ μη διαμάχου μηδέ επιστοίβαζε επί το πυρ αυτού ξύλα.

—  Σοφία Σειράχ Η’

Πλούσιος ελάλησεν και πάντες εσίγησαν και τον λόγον αυτού ανύψωσαν έως των νεφελών.
Πτωχός ελάλησεν και είπαν τις ούτος καν προσκόψη προσανατρέψουσιν αυτόν.

—  Σοφία Σειράχ ΙΓ’ 23

Μνήσθητι καιρόν λιμού εν καιρώ πλησμονής. Πτωχείαν και ένδειαν εν ημέρᾳ πλούτου. Από πρωί έως εσπέρας μεταβάλλει ο καιρός.

—  Σοφία Σειράχ ΙΗ΄

Ακήκοε γαρ σου και εφυλάξατό σε, και εν καιρώ μισήσει σε.

—  Σοφία Σειράχ ΙΘ’ 9

Φυλή ανόμων ερημωθήσεται.

—  Σοφία Σειράχ ΙΣΤ’ 4

Μη δως ύδατι διέξοδον μηδέ γυναικί πονηρά εξουσίαν.

—  Σοφία Σειράχ ΚΕ’ 25

Αρχή παντός έργου λόγος, και προ πράξεως βουλή.

—  Σοφία Σειράχ ΛΖ’ 16

Ο αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν.

—  Ψαλμοί 10:10

Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας.

—  Ψαλμοί 103:24

Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου.

—  Ψαλμοί 104:15

Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου.

—  Ψαλμοί 110:10

Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.

—  Ψαλμοί 136:5

Ανήρ γλωσσώδης ού κατευθυνθήσεται επι της γής.

—  Ψαλμοί 139:12

Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου.

—  Ψαλμοί 140:3

Μετά ανδρός αθώου αθώος έσῃ
και μετά εκλεκτού εκλεκτός έσῃ
και μετά στρεβλού διαστρέψεις.

—  Ψαλμοί 17:26,27

Άρατε πύλας.

—  Ψαλμοί 23:7

Ο δίκαιος θέλει ευφρανθεί
όταν ιδεί την εκδίκηση,
και τους πόδας αυτού θέλει νίψει
εν τω αίματι του ασεβούς.

—  Ψαλμοί 58:10

Άβυσσος άβυσσον επικαλείται.

—  Ψαλμοί ΜΑ΄ 41

Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην.

—  Ψαλμοί, 118: 60

Έλεος θέλω και ου θυσίαν.

—  Ωσηέ ΣΤ’

2.  Ευαγγέλια

Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν.

Κατά Ματθαίον  ζ’ 7

Πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρῃ απολούνται.

Κατά Ματθαίον  κς’ 52

Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος.

Κατά Ματθαίον  δ’ 4

Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν.

Κατά Ματθαίον  ς’ 24

Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε.

Κατά Ματθαίον  ζ’ 1

Διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες.

Κατά Ματθαίον  κγ’ 24

Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.

Κατά Ματθαίον  κς’ 39

Πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με.

Κατά Ματθαίον  κβ’ 75

Απόδοτε τα Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.

Κατά Ματθαίον  κβ’ 21

Υμείς έστε το άλας της γης.

Κατά Ματθαίον  ε’ 13

Ύπαγε οπίσω μου Σατανά.

Κατά Ματθαίον  ις’ 23

Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε.

Κατά Ματθαίον  ι’ 8

Η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης.

Κατά Ματθαίον  κζ’ 64

Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών.

Κατά Ματθαίον  ε’ 3

Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου.

Κατά Ματθαίον  ς’ 3

Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω.

Κατά Ματθαίον  ιθ' 6

Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.

Κατά Ματθαίον  κβ’ 14

Κεφαλή αυτού επί πίνακι.

Κατά Ματθαίον  ιδ’ 11

Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην

Κατά Ματθαίον  ε’ 5

Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας. Ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι.

Κατά Ματθαίον  ε’ 17

Ευκολώτερον εστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν τού Θεού.

Κατά Ματθαίον  ιθ’ 23

Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς.

Κατά Ματθαίον  ια’ 28

Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.

Κατά Ματθαίον  κζ’ 25

Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστιν.

Κατά Ματθαίον  ιβ’ 30

Άλλους έσωσε, εαυτόν ου δύναται σώσαι.

Κατά Ματθαίον  κζ’ 42

Συ είπας.

Κατά Ματθαίον  κς’ 25

Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον.

Κατά Ματθαίον  κε’ 41

Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι.

Κατά Ματθαίον  ις’ 24

Ότι τον ήλιον Αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.

Κατά Ματθαίον  ε’ 45

Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται.

Κατά Ματθαίον  ε’ 6

Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.

Κατά Ματθαίον  ιθ' 14

Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων.

Κατά Ματθαίον  δ’ 19

Αλλ’ όστις σε ραπίζει εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην.

Κατά Ματθαίον  ε’ 39

Όστις σε αγγαρεύσει μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο.

Κατά Ματθαίον  ε’ 41

Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών…

Κατά Ματθαίον  ια’ 19

Ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν· και ο απολέσας αυτήν ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν.

Κατά Ματθαίον  ι’ 37

Ακολούθει μοι, και άφες τους νεκροὺς θάψαι τους εαυτών νεκρούς.

Κατά Ματθαίον  η’ 22

Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.

Κατά Μάρκον  ιδ’ 38

Το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον.

Κατά Μάρκον  β’ 27

Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν.

Κατά Μάρκον  ιδ’ 38

Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;

Κατά Μάρκον  η’ 36

Ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων.

Κατά Μάρκον  ιβ’ 27

Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε. Ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός εστιν.

Κατά Μάρκον  ιγ’ 33

Καλόν το άλας, εάν δε το άλας μωρανθή εν τίνι αρτυθήσεται;

Κατά Λουκάν  ιδ’ 34

Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού.

Κατά Λουκάν  δ’ 24

Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.

Κατά Λουκάν  κγ’ 34

Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω.

Κατά Λουκάν  η’ 8

Οι έσχατοι έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι.

Κατά Λουκάν  ιγ’ 30

Νυν απολύεις τον δούλο σου δέσποτα.

Κατά Λουκάν  β’ 29

Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως.

Κατά Λουκάν  ς’ 31

Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.

Κατά Λουκάν  ιδ’ 11

Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ.

Κατά Λουκάν  ιη’ 27

Ουαί οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε· ουαί οι γελώντες, ότι πενθήσετε και κλαύσετε.

Κατά Λουκάν  ς’ 25

Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και Μαμωνά.

Κατά Λουκάν  ις’ 13

Τι με καλείτε Κύριε Κύριε, και ου ποιείτε ά λέγω;

Κατά Λουκάν  ς’ 46

Ταύτα δε έδει ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι.

Κατά Λουκάν  ια’42-43

Ου γαρ εστι κρυπτόν ό ου φανερόν γενήσεται ουδέ απόκρυφον ό ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη.

Κατά Λουκάν  η’ 17

Όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται.

Κατά Λουκάν   ιβ’ 34

Τι βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς;

Κατά Λουκάν  στ’

Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία.

Κατά Λουκάν  ι’ 38

Ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν και αληθινή αυτού εστίν η μαρτυρία.

Κατά Ιωάννην  ιθ’ 35

Αγαπάτε αλλήλους.

Κατά Ιωάννην  ιγ’ 34

Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν.

Κατά Ιωάννην  ιθ’ 15

Ίδε ο άνθρωπος.

Κατά Ιωάννην  ιθ’ 6

Ερευνάτε τας γραφάς.

Κατά Ιωάννην  ε’ 39

Ο αναμάρτητος υμών πρώτος λίθον βαλέτω.

Κατά Ιωάννην  η’ 7

Ήλθον και ελάλησα αυτοίς αμαρτίαν ουκ έχω.

Κατά Ιωάννην  ιε’ 22

Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος.

Κατά Ιωάννην  α’ 1

Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς.

Κατά Ιωάννην  η’ 32

Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε.

Κατά Ιωάννην  ζ’ 24

Ό γέγραφα, γέγραφα.

Κατά Ιωάννην  ιθ’ 22

Ιδού ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου.

Κατά Ιωάννην  α’ 29

Και τα εμά πάντα σά εστιν και τα σά εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς.

Κατά Ιωάννην   ιζ’ 10

Και επί τούτο ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει.

Κατά Ιωάννην  δ’

Πας ο ποιών αμαρτίαν, δούλός εστι της αμαρτίας.

Κατά Ιωάννην  η’

Το γεγεννημένον εκ της σαρκός, σαρξ εστι· και το γεγεννημένον εκ του πνεύματος, πνεύμα εστιν.

Κατά Ιωάννην  γ΄





3. Επιστολές Αποστόλου Παύλου

Άρα ούν ως καιρόν έχομεν, εργαζώμεθα το αγαθόν προς πάντας.

— προς Γαλάτας 6:10

Ό γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει.

— προς Γαλάτας 6:7

Ον αγαπά Κύριος παιδεύει.

— προς Εβραίους 12:6

Πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων.

— Προς Εβραίους ΙΑ’

Μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω.

— προς Εφεσίους 4:27

Αι ημέραι πονηραί εισί.

— προς Εφεσίους 5:15

Πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε.

— προς Θεσσαλονικείς Α’ 5:21

Ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω.

— προς Θεσσαλονικείς Β’ 3:10

Εάν τις γλώσσες των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων αγάπη δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον.

— προς Κορινθίους Α’ 13:1

Ει νεκροί ουκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.

— προς Κορινθίους Α’ 15:32

Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί.

— προς Κορινθίους Α’ 15:33

Η ανάστασις των νεκρών σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.

— προς Κορινθίους Α’ 15:42

Πάντα μοι έξεστιν αλλ’ ου πάντα συμφέρει. Πάντα μοι έξεστιν άλλ’ ουκ εγώ έξουσιασθήσομαι υπό τινος.

— προς Κορινθίους Α’ 6:12

H γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί.

— προς Κορινθίους Α’ 8:1

Ει τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι.

— προς Κορινθίους Α’ 8:2

Πας αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται.

— προς Κορινθίους Α’ 9:25

Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω.

— Προς Κορινθίους Α’, 1;31

Απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι.

— προς Κορινθίους Α’, 5:3

Ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει.

— προς Κορινθίους Β’ 9.6

Εκ του αυτού φυράματος.

— προς Ρωμαίους 9:21

Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν, και μη εαυτοίς αρέσκειν.

— προς Ρωμαίους 15:1

Έλλησί τε και βαρβάροις, σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί.

— προς Ρωμαίους 1:14

Ο αποθανών δεδικαίωται.

— προς Ρωμαίους 6:7

Ει ο Θεός υπέρ ημών, τίς καθ᾿ ημών;

— προς Ρωμαίους 8:32

Δικαίω νόμος ού κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς.

— προς Τιμόθεον Α’ 1:9

Άξιος ο εργάτης του μισθού αυτού.

— προς Τιμόθεον Α’ 5:18

Ρίζα γαρ πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία.

— προς Τιμόθεον Α’ 6:10

Ευκαίρως, ακαίρως.

— προς Τιμόθεον β’ 4,2

Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού.

— προς Τίτον 3:10

4.  Καινή Διαθήκη (άλλα)

Ως πρόβατον επί σφαγήν.

 Πράξεις Αποστόλων η’ 32

Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;

 Πράξεις Αποστόλων 22:7

Ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου· αριθμός γαρ ανθρώπου εστί· και ο αριθμός αυτού χξς’.

 Ιωάννου Αποκάλυψις 13:18

Εγώ ειμί το Α και το Ω.

 Αποκάλυψις Ιωάννου 1:8

Άρα γε γινώσκεις ά αναγινώσκεις;

 Πράξεις Αποστόλων 8:30

Και έλαβον το βιβλίον εκ της χειρός του αγγέλου και κατέφαγον αυτό, και ην εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκύ· και ότε έφαγον αυτό, επικράνθη η κοιλία μου.

 Αποκάλυψις Ιωάννου 1:8

4.  Άλλες Πηγές

Αντί του μάννα χολήν.

 Αντίφωνον ιβ’ Μ. Πέμπτης

Απορώ και εξίσταμαι.

 Από την Ακολουθία των Χαιρετισμών (Ακάθιστου Ύμνου)

Βρώμα και δυσωδία.

 Από την Νεκρώσιμο Ακολουθία

Χους εί και εις χουν απελεύσει.

 Από την Νεκρώσιμο Ακολουθία

Έπαθε των παθών του τον τάραχον.

 Από τον Μικρό Παρακλητικό Κανόνα

Χαίρε βάθος αμέτρητον.

 Από την Ακολουθία των Χαιρετισμών (Ακάθιστου Ύμνου)

Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!

 Από την Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…

 Η αρχή του τροπαρίου της Κασσιανής

Άλαλα τα χείλη των ασεβών.

 Από τον Παρακλητικό Κανόνα

Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα.

 Από τροπάριο της Μεγάλης Δευτέρας

Δεύτε τελευταίον ασπασμόν.

 Από τη Νεκρώσιμο Ακολουθία











Σχετικό Γνωμικό
Η Εκκλησία είναι ένα αμόνι που έχει χαλάσει πολλά σφυριά.
Αγγλική παροιμία


Google

Ορθόδοξη Εκκλησία

 






Υποστήριξη



Αριθμοί